- σιμωδός
- ὁ, Αηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ῳδός].
Dictionary of Greek. 2013.